- ἀφορίας
- ἀφορίᾱς , ἀφορίαnot bearingfem acc plἀφορίᾱς , ἀφορίαnot bearingfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυσποριά — και πολυσπορά, η, Ν [πολύσπορος] 1. το να έχει σπείρει κανείς πολλούς σπόρους, κατά τη σπορά μιας καλλιεργούμενης έκτασης αλλ. πολυσπαρτιά 2. παροιμ. «η πολυσπορά νικά την αστοχιά» λέγεται για να δηλώσει ότι η σπορά πολλών και διαφορετικών σπόρων … Dictionary of Greek
неоугобьзеньѥ — НЕОУГОБЬЗЕНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Неплодородие: ѥще же и ѡ Нилѣ рѣцѣ ли ѹгобзениѥ ли неѹгобзеньѥ тѣлѹ [в др. сп. лѣтɤ] ли гнѣвъ или ина напасть, наити хотѧщи ѿ б҃а (ἀφορίας) ГА XIII–XIV, 250а. Ср. ѹгобьзениѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ακαρνάνας — Μυθολογικός ήρωας της Ακαρνανίας, γιος του Αλκμαίωνα και της κόρης του Αχελώου Καλλιρρόης. Σύμφωνα με έναν μύθο ο Αλκμαίωνας, όταν έφυγε από το Άργος κυνηγημένος από τις Ερινύες για τον φόνο της μητέρας του, κατέφυγε στην Ψωφίδα όπου και… … Dictionary of Greek
Γκοντουνόφ, Μπόρις — (Boris Godunov, 1552 – 1605).Τσάρος της Ρωσίας, ταταρικής καταγωγής. Παντρεύτηκε την κόρη του δήμιου και εκτελεστή των διαταγών του τσάρου Ιβάν, Μαλούτα Σκουράτοφ. Όταν πέθανε ο τσάρος και τον διαδέχτηκε ο γιος του Θεόδωρος Ιβάνοβιτς, που ήταν… … Dictionary of Greek